χαιτοφόρος

χαιτοφόρος
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
1. αυτός που έχει χαίτη, μακριά μαλλιά
2. το αρσ. ως ουσ. ο χαιτοφόρος
βοτ. γένος χλωροφυκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chaetophora < χαίτη + -φόρος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στο περιοδικό Ευτέρπη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γατόπαρδος — Την ονομασία αυτή έχουν δύο είδη αιλουροειδών, ένα αφρικανικό και ένα αμερικανικό, που είναι γνωστό και ως αιλουροτίγρης. Ο αμερικανικός γ. έχει μήκος περίπου 1,40 μ. μαζί με την ουρά. Το σώμα του είναι δυνατό και ευκίνητο, τα πόδια του είναι… …   Dictionary of Greek

  • μυρμηκοφάγος — Κοινή ονομασία θηλαστικών της οικογένειας των μυρμηκοφαγιδών, της τάξης των νωδών. Ο τριδάκτυλος ή χαιτοφόρος μ. (myrmecophaga tridactyla ή jubata), που ζει στην Κεντρική και Νότια Αμερική, μπορεί να φτάσει σε μήκος 2,5 μ. και βάρος 45 περίπου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”