- χαιτοφόρος
- -α, -ο, θηλ. και -ος, Ν1. αυτός που έχει χαίτη, μακριά μαλλιά2. το αρσ. ως ουσ. ο χαιτοφόροςβοτ. γένος χλωροφυκών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chaetophora < χαίτη + -φόρος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στο περιοδικό Ευτέρπη].
Dictionary of Greek. 2013.